μήτοι: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | |btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήτοι:''' = μή τοι (см. μή). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήτοι:''' ή [[μήτοι]], επιτετ. [[τύπος]] του <i>μή</i>, με προστ. και υποτ.,<br /><b class="num">1.</b> μή [[τοι]] δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από ρήματα που υποδηλώνουν [[άρνηση]], σε Σοφ. | |lsmtext='''μήτοι:''' ή [[μήτοι]], επιτετ. [[τύπος]] του <i>μή</i>, με προστ. και υποτ.,<br /><b class="num">1.</b> μή [[τοι]] δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από ρήματα που υποδηλώνουν [[άρνηση]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> μή-τοι or μή, τοι, stronger [[form]] of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an [[oath]], with inf., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Verbs implying [[negation]], Soph. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> μή-τοι or μή, τοι, stronger [[form]] of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an [[oath]], with inf., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Verbs implying [[negation]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj., A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.followed by γε, at least not, R.352c, 388b. 2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι… αἰσχύνειν φίλους S.El.518.
German (Pape)
[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.
Russian (Dvoretsky)
μήτοι: = μή τοι (см. μή).
Greek (Liddell-Scott)
μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.
Greek Monolingual
μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μήτοι: ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ.,
1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.
2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.
Middle Liddell
1. μή-τοι or μή, τοι, stronger form of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an oath, with inf., Aesch.
2. after Verbs implying negation, Soph.