λώτινος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait en bois de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
|btext=η, ον :<br />fait en bois de lotus.<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λώτῐνος:''' [[сделанный из древесины лотоса]] ([[κολεός]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μεγαλώνιμος).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λώτῐνος:''' -η, -ον ([[λωτός]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] λωτού, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λώτῐνος:''' -η, -ον ([[λωτός]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] λωτού, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λώτῐνος:''' [[сделанный из древесины лотоса]] ([[κολεός]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μεγαλώνιμος).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λώτῐνος, η, ον [[λωτός]]<br />made of [[lotus]]-[[wood]], Theocr.
|mdlsjtxt=λώτῐνος, η, ον [[λωτός]]<br />made of [[lotus]]-[[wood]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτῐνος Medium diacritics: λώτινος Low diacritics: λώτινος Capitals: ΛΩΤΙΝΟΣ
Transliteration A: lṓtinos Transliteration B: lōtinos Transliteration C: lotinos Beta Code: lw/tinos

English (LSJ)

η, ον, (λωτός III. I) A lotus, ξύλον Thphr.HP4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76. II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931. 2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel. 3 made of the flowers of Nymphaea Nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.

German (Pape)

[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.

Russian (Dvoretsky)

λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v.l. μεγαλώνιμος).

Greek (Liddell-Scott)

λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».

English (Slater)

λώτῐνος made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτόςλώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.

Greek Monotonic

λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λώτῐνος, η, ον λωτός
made of lotus-wood, Theocr.