μεγαλοκευθής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κεύθω]].
|btext=ής, ές :<br />très profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κεύθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοκευθής:''' [[вместительный]], [[просторный]] (θάλαμοι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοκευθής:''' -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει [[πολλά]], [[ευρύχωρος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μεγᾰλοκευθής:''' -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει [[πολλά]], [[ευρύχωρος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοκευθής:''' [[вместительный]], [[просторный]] (θάλαμοι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλοκευθής, ές<br />concealing [[much]]: [[capacious]], Pind.
|mdlsjtxt=μεγᾰλοκευθής, ές<br />concealing [[much]]: [[capacious]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές, concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

Greek Monolingual

μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μεγᾰλοκευθής, ές
concealing much: capacious, Pind.