μετάλλατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]].
|btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάλλᾱτος:''' дор. = *[[μετάλλητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάλλᾱτος:''' Δωρ. αντί <i>μετάλλητος</i>, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μετάλλᾱτος:''' Δωρ. αντί <i>μετάλλητος</i>, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάλλᾱτος:''' дор. = *[[μετάλλητος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind.
|mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάλλᾱτος Medium diacritics: μετάλλατος Low diacritics: μετάλλατος Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΤΟΣ
Transliteration A: metállatos Transliteration B: metallatos Transliteration C: metallatos Beta Code: meta/llatos

English (LSJ)

Dor. for Μετάλλητος, to be searched out, Pi.P.4.164.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.

Russian (Dvoretsky)

μετάλλᾱτος: дор. = *μετάλλητος.

Greek (Liddell-Scott)

μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.

English (Slater)

μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.) to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)

Greek Monolingual

μετάλλατος, -ον (Α) μεταλλώ
(δωρ. τ. αντί μετάλλητος)
αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.).

Greek Monotonic

μετάλλᾱτος: Δωρ. αντί μετάλλητος, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[doric for μετάλλητος]
to be searched out, Pind.