μελεδών: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ἡ) :<br />soin, souci.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
|btext=ῶνος (ἡ) :<br />soin, souci.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδών:''' ῶνος ἡ HH, Hes. = [[μελεδώνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελεδών:''' ἡ, = [[μελεδώνη]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''μελεδών:''' ἡ, = [[μελεδώνη]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδών:''' ῶνος ἡ HH, Hes. = [[μελεδώνη]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[μελεδώνη]], Hes., etc.]
|mdlsjtxt== [[μελεδώνη]], Hes., etc.]
}}
}}

Revision as of 14:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδών Medium diacritics: μελεδών Low diacritics: μελεδών Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝ
Transliteration A: meledṓn Transliteration B: meledōn Transliteration C: meledon Beta Code: meledw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ, A = μελεδώνη 11, Aret.SD1.6, Dioscorus in PLit.Lond.98 ii 20. II in plural, = μελεδώνη 1 (q.v.), cj. in Hsch.; τῇσι μελεδώνεσι sufferings of a patient, Aret.SD2.4 (-δόσεσι codd., -δόσι Hude).

German (Pape)

[Seite 121] ῶνος, ἡ, = μελεδώνη, μελεδῶνας, Sorge, H. h. Apoll. 532; Theogn. 883; μελεδῶνες, Phanocl. 1, 5 bei Stob. fl. 64, 14; Hesych. erkl. φροντίδες. Vgl. auch μεληδών. Hierher gehört auch die verderbte Glosse bei Greg. Cor. 558 μελεδανθέων ἀντὶ τοῦ μεριμνῶν, θεραπειῶν. – Nach Hesych. auch ὁ, = Folgdm, φροντιστής, ἐπίτροπος.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
soin, souci.
Étymologie: μέλει.

Russian (Dvoretsky)

μελεδών: ῶνος ἡ HH, Hes. = μελεδώνη.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδών: ἴδε ἐν λέξ. μελεδώνη. 2) = ὁ βασιλεύς, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ῶνος (μέλω) = μελέδημα, Od. 19.517† (v.l. μελεδῶναι).

Greek Monolingual

μελεδών και μεληδών, -ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α)
1. μελέτη
2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.)
3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι
λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ ὀξεῖαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. λατ. επίθημα -do, -donis), πρβλ. αλγηδών, σηπεδών].

Greek Monotonic

μελεδών: ἡ, = μελεδώνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

= μελεδώνη, Hes., etc.]