μυλωθρός: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui concerne le travail de la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ὠθέω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui concerne le travail de la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ὠθέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠλωθρός:''' ὁ [[владелец мельницы]], [[мельник]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠλωθρός:''' ὁ ([[μύλη]]), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ. | |lsmtext='''μῠλωθρός:''' ὁ ([[μύλη]]), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῠλωθρός, οῦ, ὁ, [[μύλη]]<br />a [[miller]] who keeps slaves to [[work]] his [[mill]], Dem. | |mdlsjtxt=μῠλωθρός, οῦ, ὁ, [[μύλη]]<br />a [[miller]] who keeps slaves to [[work]] his [[mill]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (μύλη) miller who keeps slaves to work his mill, Din. 1.23, D.53.14, Arist.Ath.51.3, IG2.3566, Poll.7.180: fem., = μυλωθρίς, Sch.Ar. Pax258, Hsch. s.v. ἀλετρίς.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ (auch μύλωθρος), ver Müller, Mühlenmeister, welcher Sklaven zum Mahlen hält, Dem. 53, 14; Din. 1, 23; nach Suid. ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος; vgl. Ath. IV, 168 a XIV, 619 b; D. L. 9, 59; Poll. 7, 180. – Auch adj., zur Mühle, zum Mahlen gehörig, ᾠδή, Lied, beim Mahlen gesungen.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne le travail de la meule.
Étymologie: μύλη, ὠθέω.
Russian (Dvoretsky)
μῠλωθρός: ὁ владелец мельницы, мельник Dem.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλωθρός: ὁ, (μύλη) «μυλωνᾶς», ὅστις διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, Πολυδ. Ζ΄, 180. - Κατὰ Σουΐδ.: «μυλωθρός, ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = μυλωθρίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13.
Greek Monolingual
ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, -ίδος)
ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς
νεοελλ.
εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο
αρχ.
1. ως επίθ. μυλωθρός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή»)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Μυλωθρίς
τίτλος κωμωδίας του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -θρος. Πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μυλόω (πρβλ. νω-θρός)].
Greek Monotonic
μῠλωθρός: ὁ (μύλη), μυλωνάς που διατηρεί σκλάβους για να δουλεύουν τον μύλο του, σε Δημ.
Middle Liddell
μῠλωθρός, οῦ, ὁ, μύλη
a miller who keeps slaves to work his mill, Dem.