μυδαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />humide de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μύδος]].
|btext=α, ον :<br />humide de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μύδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡδᾰλέος:''' [[влажный]], [[мокрый]], [[облитый]] (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυδᾰλέος:''' [ῠ] ], -α, -ον, [[υγρός]], αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.
|lsmtext='''μυδᾰλέος:''' [ῠ] ], -α, -ον, [[υγρός]], αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡδᾰλέος:''' [[влажный]], [[мокрый]], [[облитый]] (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυδᾰλέος, η, ον<br />wet, [[dripping]], Il., Hes., Soph.
|mdlsjtxt=μυδᾰλέος, η, ον<br />wet, [[dripping]], Il., Hes., Soph.
}}
}}

Revision as of 14:44, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυδᾰλέος Medium diacritics: μυδαλέος Low diacritics: μυδαλέος Capitals: ΜΥΔΑΛΕΟΣ
Transliteration A: mydaléos Transliteration B: mydaleos Transliteration C: mydaleos Beta Code: mudale/os

English (LSJ)

α, ον, A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27. II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.

Russian (Dvoretsky)

μῡδᾰλέος: влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλάχάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

μυδαλέος, -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)
1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος
2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ].

Greek Monotonic

μυδᾰλέος: [ῠ] ], -α, -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.

Middle Liddell

μυδᾰλέος, η, ον
wet, dripping, Il., Hes., Soph.