μουσουργός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui cultive la musique ; ὁ, ἡ [[μουσουργός]] chanteur, chanteuse.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui cultive la musique ; ὁ, ἡ [[μουσουργός]] chanteur, chanteuse.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσουργός:''' ион. [[μουσοεργός]] ὁ, чаще ἡ музыкант (музыкантша), певец (певица) (ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν [[χορός]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί τη [[μουσική]] [[τέχνη]]· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν. | |lsmtext='''μουσουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί τη [[μουσική]] [[τέχνη]]· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μουσ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />cultivating [[music]]: as [[substantive]] a [[singing]] [[girl]], Xen. | |mdlsjtxt=μουσ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />cultivating [[music]]: as [[substantive]] a [[singing]] [[girl]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, Ion. μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13, cultivating music: Subst., singing girl, Hp. l.c., X.Cyr.4.6.11, Theopomp.Hist.111 (a), Com.Adesp.15.18 D.; ὀρχηστρίδες καὶ μ. Luc.Am.10, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.129a: also masc., musician, J.AJ15.2.5, Corp.Herm.18.1, S.E.P.1.54.
German (Pape)
[Seite 211] ὁ, der sich mit den Musenkünsten beschäftigt, spielt, singt od. dichtet, gew. ἡ, Tonkünstlerinn, Xen. Cyr. 4, 6, 11. 5, 1, 1; Plut. Timol. 14; bei Ath. IV, 129 a zwischen αὐλητρίδες u. σαμβυκίστριαι genannt; ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν χορός, Luc. am. 10; Ael. V. H. 7, 2. Auch S. Emp. pyrrh. 1, 54, von einem Flötenbläser.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui cultive la musique ; ὁ, ἡ μουσουργός chanteur, chanteuse.
Étymologie: μοῦσα, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
μουσουργός: ион. μουσοεργός ὁ, чаще ἡ музыкант (музыкантша), певец (певица) (ὀρχηστρίδων καὶ μουσουργῶν χορός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ μουσοεργὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἱπποκρ. 236. 29), ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν μουσικήν: ὡς οὐσιαστ., κοράσιον ᾆδον, ψάλτρια, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 11, Θεοπόμπ. Ἱστ. 126· ὀρχηστρίδες καὶ μ. Λουκ. Ἔρωτ. 10, πρβλ. Ἱππόλοχ. ἐν Ἀθην. 129Α.
Greek Monolingual
ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός)
αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη
νεοελλ.
συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης
αρχ.
αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].
Greek Monotonic
μουσουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που καλλιεργεί τη μουσική τέχνη· ως ουσ., νεαρή τραγουδίστρια, σε Ξεν.
Middle Liddell
μουσ-ουργός, όν [*ἔργω
cultivating music: as substantive a singing girl, Xen.