ξυλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de la nature du bois, ligneux.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης.
|btext=ης, ες:<br />de la nature du bois, ligneux.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[похожий на древесину]], [[деревянистый]] (σώματα Arst.; ὁ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[жесткий]] (αἱ χλαμύδες Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[похожий на древесину]], [[деревянистый]] (σώματα Arst.; ὁ [[πυρός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[жесткий]] (αἱ χλαμύδες Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώδης Medium diacritics: ξυλώδης Low diacritics: ξυλώδης Capitals: ΞΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: xylṓdēs Transliteration B: xylōdēs Transliteration C: ksylodis Beta Code: culw/dhs

English (LSJ)

ες, A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr.HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19. II of the colour of wood, brown, Thphr.HP7.3.2.

German (Pape)

[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλώδης:
1) похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2) жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).