παρήμερος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est de chaque jour, quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἡμέρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est de chaque jour, quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἡμέρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρήμερος:''' дор. [[παράμερος]] 2 (ᾱμ) каждодневный, повседневный (ἐσλόν Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρήμερος:''' Δωρ. -άμερος, -ον, αυτός που εναλλάσσεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''παρήμερος:''' Δωρ. -άμερος, -ον, αυτός που εναλλάσσεται [[μέρα]] με τη [[μέρα]], [[καθημερινός]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παρ-ήμερος, δοριξ -άμερος, ον,<br />day by day, [[daily]], Pind. | |mdlsjtxt=παρ-ήμερος, δοριξ -άμερος, ον,<br />day by day, [[daily]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. παρᾱμ-, ον, A coming day by day, daily, ἐσλόν Pi.O.1.99. II every other day, Poll.1.65 cod. B.
German (Pape)
[Seite 521] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de chaque jour, quotidien.
Étymologie: παρά, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
παρήμερος: дор. παράμερος 2 (ᾱμ) каждодневный, повседневный (ἐσλόν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
παρήμερος: Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ ἑτερήμερος, Πολυδ. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, -ον, ΝΑ
αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα
αρχ.
αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ-ήμερος].
Greek Monotonic
παρήμερος: Δωρ. -άμερος, -ον, αυτός που εναλλάσσεται μέρα με τη μέρα, καθημερινός, σε Πίνδ.
Middle Liddell
παρ-ήμερος, δοριξ -άμερος, ον,
day by day, daily, Pind.