πελαργικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0549.png Seite 549]] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0549.png Seite 549]] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''πελαργικός:''' [[аистовый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[πελαργικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πελαργός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο [[σχετικός]] με τον πελαργό («[[πελαργικός]] [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] τών αρχαίων ο [[οποίος]] όριζε ότι τα [[παιδιά]] ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[πελασγικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Πελαργικόν</i><br />[[είδος]] τεμένους με [[συγκρότημα]] παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και [[εννέα]] πύλες στη βόρεια [[πλαγιά]] της Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε [[προέκταση]] του πελασγικού τείχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ., [[αντί]] του ορθού [[Πελασγικός]], έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[πελαργός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[πελαργικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πελαργός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο [[σχετικός]] με τον πελαργό («[[πελαργικός]] [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] τών αρχαίων ο [[οποίος]] όριζε ότι τα [[παιδιά]] ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[πελασγικός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Πελαργικόν</i><br />[[είδος]] τεμένους με [[συγκρότημα]] παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και [[εννέα]] πύλες στη βόρεια [[πλαγιά]] της Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε [[προέκταση]] του πελασγικού τείχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ., [[αντί]] του ορθού [[Πελασγικός]], έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[πελαργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πελαργικός:''' [[аистовый]] Arst.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργικός Medium diacritics: πελαργικός Low diacritics: πελαργικός Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: pelargikós Transliteration B: pelargikos Transliteration C: pelargikos Beta Code: pelargiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of the stork, Hsch., Suid.
II = Πελασγικός: τὸ Πελαργικόν = the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832; τὸ Πελαργικὸν τεῖχος Arist.Ath.19. 5; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγικόν, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.); also Τυρσηνῶν τείχισμα Πελαργικόν = Pelasgian wall of the Tyrrhenians Call. Fr.283.

German (Pape)

[Seite 549] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

πελαργικός: аистовый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ πελαργοῦ, ἀνήκων εἰς πελαργόν, «πελαργικοὶ νόμοι· τὸ ἀνατρέφειν τοὺς γονεῖς» Ἡσύχ., Σουΐδ. πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1353. ΙΙ. = Πελασγικός· τὸ Πελαργικόν, ἡ βορεία κλιτὺς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 832, Καλλ. Ἀποσπ. 283· τὸ Π. τεῖχος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1153· φέρεται δὲ τὸ Πελασγικὸν ἐν Ἡροδ. 5. 64, Θουκ. 2. 17· «Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / πελαργικός, -ή, -όν, ΝΑ πελαργός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» — ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).
(II)
-ή, -όν, Α
1. πελασγικός
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πελαργικόν
είδος τεμένους με συγκρότημα παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και εννέα πύλες στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε προέκταση του πελασγικού τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αντί του ορθού Πελασγικός, έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του πελαργός.