πλατύσημος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰτύσημος:''' (ῠ) (лат. [[laticlavius]]) с широкой каймой ([[χιτών]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]], φαρδύ [[γύρο]]<br /><b>2.</b> (στη [[Ρώμη]]) (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλατύσημος]] [[χιτών]]» και «[[πλατύσημος]] [[ἐσθής]]» — η [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή [[παρυφή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πλατύσημος]]<br />η φερώνυμη [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]], φαρδύ [[γύρο]]<br /><b>2.</b> (στη [[Ρώμη]]) (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλατύσημος]] [[χιτών]]» και «[[πλατύσημος]] [[ἐσθής]]» — η [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή [[παρυφή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πλατύσημος]]<br />η φερώνυμη [[τήβεννος]] τών Ρωμαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (σῆμα) A with broad border, πλατύσημος χιτών = Lat. tunica laticlavia, D.S.36.7, Str.3.5.1; ἡ πλατύσημος ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις PHamb.10.15 (ii A.D.): abs., ἡ πλατύσημος Arr.Epict.1.24.12; cf. στενόσημος. II of those entitled to wear it, χιλίαρχος πλατύσημος = tribunus laticlavius, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), IGRom.3.554 (Tlos), 889 (Adana).
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. « à large insigne » ; ἡ πλατύσημος, laticlave ou robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (lat. tunica laticlavia).
Étymologie: πλατύς, σῆμα.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύσημος: (ῠ) (лат. laticlavius) с широкой каймой (χιτών Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύσημος: -ον, (σῆμα) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. χιτών, Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, μάλιστα ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· οὕτως, ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ στενόσημος, tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, χιλίαρχος πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά παρυφή, φαρδύ γύρο
2. (στη Ρώμη) (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα
3. φρ. «πλατύσημος χιτών» και «πλατύσημος ἐσθής» — η τήβεννος τών Ρωμαίων συγκλητικών, η οποία είχε πλατιά πορφυρή παρυφή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλατύσημος
η φερώνυμη τήβεννος τών Ρωμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σημος (< σῆμα)].