πολύχειρ: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux nombreuses mains;<br /><b>2</b> pourvu d'une armée nombreuse.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χείρ]]. | |btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux nombreuses mains;<br /><b>2</b> pourvu d'une armée nombreuse.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χείρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύχειρ:''' χειρος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[многорукий]] (π. καὶ [[πολύπους]] [[Ἐρινύς]] Soph.; [[πολύπους]] καὶ π. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[располагающий большим войском]] (π. καὶ πολυναύτας, sc. [[Ξέρξης]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολύχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> with [[many]] hands, [[many]] handed, Soph.<br /><b class="num">2.</b> with [[many]] men, Aesch. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> with [[many]] hands, [[many]] handed, Soph.<br /><b class="num">2.</b> with [[many]] men, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 3 October 2022
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, A with many hands, many-handed, Ἐρινύς S.El.488 (lyr.), Arist. Pol.1281b6. II with a large band of soldiers, A.Pers.83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.All.25.
German (Pape)
[Seite 676] ὁ, ἡ, vielhändig; Aesch. Pers. 83; καὶ πολύπους Ἐρινύς, Soph. El. 480.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
1 aux nombreuses mains;
2 pourvu d'une armée nombreuse.
Étymologie: πολύς, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύχειρ: χειρος adj.
1) многорукий (π. καὶ πολύπους Ἐρινύς Soph.; πολύπους καὶ π. Arst.);
2) располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. Ξέρξης Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα σῶμα στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ-χειρ].
Greek Monotonic
πολύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ,·
1. αυτός που έχει πολλά χέρια, σε Σοφ.
2. αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο σώμα στρατιωτών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πολύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
1. with many hands, many handed, Soph.
2. with many men, Aesch.