προληπτικός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προληπτικός:''' [[предвосхищающий]] ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A anticipative, κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.Fig.p.158 S.; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val.244.31. Adv. -κῶς Sch.Ar.Av.35, A.D.Pron.10.22: Comp. -ώτερον prematurely, ib.47.10. 2 Adv. -κῶς by way of πρόληψις 1.1, opp. δοξαστικῶς, Phld.Oec.p.14 J. II Medic., of intermittent fevers, coming before the time, Gal.7.359. Adv. -κῶς ib.361.
German (Pape)
[Seite 733] ή, όν, voraus od. vorweg nehmend, vorgreifend, Plut. def. or. 32 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui anticipe.
Étymologie: προλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
προληπτικός: предвосхищающий (κίνησις ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προληπτικός: -ή, -όν, ὁ προλαμβάνων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ προλαμβάνειν, δύναμις Πλούτ. 2. 427D· σχῆμα Ρήτορ. Waltz 8. 666. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 35, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προληπτικός, -ή, -όν, ΝΑ προλαμβάνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική λογοκρισία» — λογοκρισία που επιβάλλεται πριν από δημοσίευση)
2. αυτός που έχει προλήψεις, ο δεισιδαίμονας
3. το ουδ. ως ουσ. το προληπτικό
μέτρο ή μέσο με το οποίο προλαμβάνεται η εκδήλωση ενός κακού
4. φρ. «προληπτικό κατηγορούμενο»
γραμμ. κατηγορούμενο το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το αποτέλεσμα μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση
αρχ.
ιατρ. (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα
2. (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) προληπτικώτερον
πρόωρα.
επίρρ...
προληπτικώς / προληπτικῶς ΝΑ, και προληπτικά Ν
κατά τρόπο προληπτικό.