προαναλαμβάνω: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[λαμβάνω]]), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[λαμβάνω]]), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰνᾰλαμβάνω:''' [[начинать издалека]] (о речи, рассказе) (τὴν ἱστορίαν Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀναλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] [[ψηλά]]<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] [[διήγηση]] από κάποιο προηγούμενο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] αναμιγνύοντας<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαταλαμβάνω]]. | |mltxt=Α [[ἀναλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]] [[ψηλά]]<br /><b>3.</b> [[αναλαμβάνω]] [[διήγηση]] από κάποιο προηγούμενο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] αναμιγνύοντας<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαταλαμβάνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 3 October 2022
English (LSJ)
A lift up first, τὸ σῶμα cj. in Sor.2.38; take up before, είς τὴν ἕξιν Ath.2.45e (Pass.), cf. BGU421.14 (Pass., ii A.D.). 2 take up a narrative at an earlier point, βραχὺ τοῖς χρόνοις π. τὴν ἱστορίαν D.S.17.5. 3 prepare, mix with, τινι Philum. ap. Aët.16.38:—Pass., cj. in Sor.1.122. II anticipate, forestall, J.AJ16.4.4.
German (Pape)
[Seite 707] (s. λαμβάνω), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d.
Russian (Dvoretsky)
προᾰνᾰλαμβάνω: начинать издалека (о речи, рассказе) (τὴν ἱστορίαν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προαναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― ἀναλαμβάνω διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. προκαταλαμβάνω, ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.
Greek Monolingual
Α ἀναλαμβάνω
1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά
2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά
3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο
4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας
5. μτφ. προκαταλαμβάνω.