πρίστης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ὁ, = [[πριστήρ]], Säger, [[τομεύς]], Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. [[πρίστις]]), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = [[ῥίνη]] (vor Bekker [[πρίστις]]).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ὁ, = [[πριστήρ]], Säger, [[τομεύς]], Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. [[πρίστις]]), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = [[ῥίνη]] (vor Bekker [[πρίστις]]).
}}
{{elru
|elrutext='''πρίστης:''' ου ὁ пила-рыба Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την [[οικογένεια]] pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες [[ρύγχος]] πλαισιωμένο από [[διπλή]] [[σειρά]] ισχυρών δοντιών που μοιάζουν με [[πριόνι]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγριόπαπιας [[μέργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κόβει με [[πριόνι]], [[πριονιστής]]<br /><b>2.</b> [[πριόνι]] ή [[ρίνη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εξονυχιστικός]], [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]» (για το -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pristis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρίστης]])].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την [[οικογένεια]] pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες [[ρύγχος]] πλαισιωμένο από [[διπλή]] [[σειρά]] ισχυρών δοντιών που μοιάζουν με [[πριόνι]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγριόπαπιας [[μέργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κόβει με [[πριόνι]], [[πριονιστής]]<br /><b>2.</b> [[πριόνι]] ή [[ρίνη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>ως επίθ.</b> [[εξονυχιστικός]], [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]» (για το -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pristis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρίστης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πρίστης:''' ου ὁ пила-рыба Arst.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίστης Medium diacritics: πρίστης Low diacritics: πρίστης Capitals: ΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: prístēs Transliteration B: pristēs Transliteration C: pristis Beta Code: pri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A sawyer, IG12.373.256, 374.82, PCair.Zen.754.3 (iii B.C.), Poll.7.114. b metaph., hairsplitter, Sch.Ar.V.1348. 2 saw or file, Poll.7.113, Hsch.

German (Pape)

[Seite 702] ὁ, = πριστήρ, Säger, τομεύς, Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. πρίστις), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = ῥίνη (vor Bekker πρίστις).

Russian (Dvoretsky)

πρίστης: ου ὁ пила-рыба Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πρίστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ πρίονος κόπτων, πριονιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1348, Πολυδ. Ζ΄, 114. 2) «ῥίνη, πρίων» Πολυδ. Ζ΄, 113, Ἡσύχ. ― πρβλ. πρίστις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που μοιάζουν με πριόνι
2. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους αγριόπαπιας μέργος
αρχ.
1. αυτός που κόβει με πριόνι, πριονιστής
2. πριόνι ή ρίνη
3. μτφ. ως επίθ. εξονυχιστικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -της. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pristis (< πρίστης)].