προσταγή: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_11) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostagi | |Transliteration C=prostagi | ||
|Beta Code=prostagh/ | |Beta Code=prostagh/ | ||
|Definition=ἡ, = | |Definition=ἡ, = [[πρόσταγμα]] ([[ordinance]], [[command]], [[prescription]]), [[LXX]] Da. 3.28 (95), ''Sammelb.'' 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. ''Fluv.'' 6.4, 10.2 ; κατὰ ταγήν τινος τινος J. ''AJ'' 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ἡ, = [[πρόσταγμα]], Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ἡ, = [[πρόσταγμα]], Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστᾰγή:''' ἡ Plut. = [[πρόσταγμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | |lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = πρόσταγμα (ordinance, command, prescription), LXX Da. 3.28 (95), Sammelb. 3924.15 (i AD), Diog.Oen. 11, Ps.-Plu. Fluv. 6.4, 10.2 ; κατὰ ταγήν τινος τινος J. AJ 1.7.1, al. ; προσταγῇ IG4²(1).497 (Epid., ii/iii AD).
German (Pape)
[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
v. πρόσταγμα.
Étymologie: προστάσσω.
Russian (Dvoretsky)
προστᾰγή: ἡ Plut. = πρόσταγμα.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προστάσσω
η ενέργεια του προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα
νεοελλ.
1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο
2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη συμπεριφορά
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) προσταγῇ
κατόπιν διαταγής
2. φρ. «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με διαταγή.