στειλειόν: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, [[στειλειά]], gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, [[στειλειά]], gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[στελεόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειόν:''' τό [[топорище]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στειλειόν''': τό, τὸ [[ξύλον]] δι’ οὗ κρατεῖται ὁ [[πέλεκυς]], τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην [[στειλειή]]. Ὀδ. Ε. 236· ― [[ὡσαύτως]] στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. [[στειλαιός]]· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. [[στελεόν]], [[στέλεχος]].
|lstext='''στειλειόν''': τό, τὸ [[ξύλον]] δι’ οὗ κρατεῖται ὁ [[πέλεκυς]], τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην [[στειλειή]]. Ὀδ. Ε. 236· ― [[ὡσαύτως]] στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. [[στειλαιός]]· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. [[στελεόν]], [[στέλεχος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[στελεόν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειλειόν:''' τό, [[λαβή]], [[χερούλι]], [[στειλιάρι]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''στειλειόν:''' τό, [[λαβή]], [[χερούλι]], [[στειλιάρι]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειόν:''' τό топорище Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στειλειόν]], οῦ, [from [[στειλειή]]<br />the [[handle]] or helve of an axe, Od.
|mdlsjtxt=[[στειλειόν]], οῦ, [from [[στειλειή]]<br />the [[handle]] or helve of an axe, Od.
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλειόν Medium diacritics: στειλειόν Low diacritics: στειλειόν Capitals: ΣΤΕΙΛΕΙΟΝ
Transliteration A: steileión Transliteration B: steileion Transliteration C: steileion Beta Code: steileio/n

English (LSJ)

v. στελεόν.

German (Pape)

[Seite 933] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, στειλειά, gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
ion. et épq. c. στελεόν.

Russian (Dvoretsky)

στειλειόν: τό топорище Hom.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειόν: τό, τὸ ξύλον δι’ οὗ κρατεῖται ὁ πέλεκυς, τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην στειλειή. Ὀδ. Ε. 236· ― ὡσαύτως στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. στειλαιός· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. στελεόν, στέλεχος.

English (Autenrieth)

(στέλλω): axe-helve, handle, Od. 5.236†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στελεόν.

Greek Monotonic

στειλειόν: τό, λαβή, χερούλι, στειλιάρι τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

στειλειόν, οῦ, [from στειλειή
the handle or helve of an axe, Od.