συνενδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]].
|btext=s'abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνενδίδωμι:''' [[идти на уступки]], [[уступать]], [[поддаваться]] (τινί Plut., Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνενδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] από κοινού, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνενδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] από κοινού, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνενδίδωμι:''' [[идти на уступки]], [[уступать]], [[поддаваться]] (τινί Plut., Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δώσω]]<br />to [[give]] in [[together]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. -[[δώσω]]<br />to [[give]] in [[together]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενδίδωμι Medium diacritics: συνενδίδωμι Low diacritics: συνενδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synendídōmi Transliteration B: synendidōmi Transliteration C: synendidomi Beta Code: sunendi/dwmi

English (LSJ)

give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.

French (Bailly abrégé)

s'abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.

Greek Monolingual

Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῖσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].

Greek Monotonic

συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give in together, Plut.