σφονδυλοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné en fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[σφόνδυλος]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br />tourné en fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[σφόνδυλος]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφονδῠλοδίνητος:''' (ῑ) намотанный на веретено ([[νῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφονδῠλοδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη [[ρόκα]]) κατά το [[γνέσιμο]] του μαλλιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''σφονδῠλοδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη [[ρόκα]]) κατά το [[γνέσιμο]] του μαλλιού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφονδῠλοδίνητος:''' (ῑ) намотанный на веретено ([[νῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
|mdlsjtxt=σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,<br />twirled on a [[spindle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδῑ́νητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο-δίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.