τεκνοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]], [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοκτόνος:''' [[детоубийственный]] ([[μύσος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), [[παιδοκτόνος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τεκνοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), [[παιδοκτόνος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοκτόνος:''' [[детоубийственный]] ([[μύσος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τεκνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />murdering children, Eur.
|mdlsjtxt=τεκνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />murdering children, Eur.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοκτόνος Medium diacritics: τεκνοκτόνος Low diacritics: τεκνοκτόνος Capitals: ΤΕΚΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: teknoktónos Transliteration B: teknoktonos Transliteration C: teknoktonos Beta Code: tekno/ktonos

English (LSJ)

(parox.), ον, murdering children, μύσος (of a person) τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν = the pollution for children murdered will taint the eyes of my dearest friend, E. HF1155, cf. Ph.2.82, J.Ap.2.24, Hld.10.16.

German (Pape)

[Seite 1082] Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue ses enfants.
Étymologie: τέκνον, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοκτόνος: детоубийственный (μύσος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τέκνα, παιδοκτόνος, τ. μύσος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1155.

Greek Monolingual

-ον, Α
παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ.
β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

τεκνοκτόνος: -ον (κτείνω), παιδοκτόνος, σε Ευρ.

Middle Liddell

τεκνο-κτόνος, ον, κτείνω
murdering children, Eur.