τορνευτολυρασπιδοπηγός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant-de-boucliers-tournelyre.<br />'''Étymologie:''' [[τορνευτής]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant-de-boucliers-tournelyre.<br />'''Étymologie:''' [[τορνευτής]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ [[τορνευτός]] + [[λύρα]] + [[ἀσπίς]] + [[πήγνυμι]] шутл. лирощитодел, т. е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ ([[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]), [[κουρδιστής]] λύρας και [[κατασκευαστής]] ασπίδας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ ([[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]), [[κουρδιστής]] λύρας και [[κατασκευαστής]] ασπίδας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ [[τορνευτός]] + [[λύρα]] + [[ἀσπίς]] + [[πήγνυμι]] шутл. лирощитодел, т. е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τορνευτο-λῠρ-ασπῐδο-[[πηγός]], οῦ, ὁ, [[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]<br />[[lyre]]-turner and [[shield]]-[[maker]], Ar.
|mdlsjtxt=τορνευτο-λῠρ-ασπῐδο-[[πηγός]], οῦ, ὁ, [[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]<br />[[lyre]]-turner and [[shield]]-[[maker]], Ar.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

English (LSJ)

ὁ, lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v.l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant-de-boucliers-tournelyre.
Étymologie: τορνευτής, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:τορνευτός + λύρα + ἀσπίς + πήγνυμι шутл. лирощитодел, т. е. мастер, изготовляющий лиры и щиты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ, ὁ τορνεύων λύρας καὶ κατασκευάζων ἀσπίδας, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 491.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυπηγός.

Greek Monotonic

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ (τορνεύω, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι), κουρδιστής λύρας και κατασκευαστής ασπίδας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τορνευτο-λῠρ-ασπῐδο-πηγός, οῦ, ὁ, τορνεύω, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι
lyre-turner and shield-maker, Ar.