φιλαρχία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour du pouvoir ; [[αἱ]] φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαρχος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />amour du pouvoir ; [[αἱ]] φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαρχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλαρχία:''' ἡ [[властолюбие]] Polyb., Plut., Diod.: αἱ φιλαρχίαι Plut. властолюбивые замыслы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλαρχία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τους κανόνες, [[επιθυμία]] για [[δύναμη]], σε Θεόκρ., Πλούτ. | |lsmtext='''φῐλαρχία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τους κανόνες, [[επιθυμία]] για [[δύναμη]], σε Θεόκρ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλαρχία, ἡ,<br />[[love]] of [[rule]], [[lust]] of [[power]], Theophr., Plut. | |mdlsjtxt=φῐλαρχία, ἡ,<br />[[love]] of [[rule]], [[lust]] of [[power]], Theophr., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, love of rule, lust of power, Thphr.Char.26.1, Plb.6.49.3, Phld.Piet.22, LXX 4 Ma.2.15, Gal.Anim.Pass.1.7, Jul.Caes. 308d, freq. in Plu., as Mar.2, al.: in plural, Id.Eum.13; efforts to gain power, Id.Cic.10.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.
Étymologie: φίλαρχος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαρχία: ἡ властолюбие Polyb., Plut., Diod.: αἱ φιλαρχίαι Plut. властолюбивые замыслы.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαρχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ ἄρχειν, ἐπιθυμία ἐξουσίας, Θεοφρ. Χαρακ. 26, Πολύβ. 6. 49, 3, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας· ἐν τῷ πληθ., φιλόδοξοι προσπάθειαι, Πλουτ. Εὐμ. 13, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φίλαρχος
έντονη αγάπη για αρχή, για εξουσία
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαρχίαι
φιλόδοξες προσπάθειες.
Greek Monotonic
φῐλαρχία: ἡ, αγάπη για τους κανόνες, επιθυμία για δύναμη, σε Θεόκρ., Πλούτ.