φαιδρότης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />doux éclat ; joie, gaîté.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />doux éclat ; joie, gaîté.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ [[ясность духа]], [[веселое настроение]] Isocr., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φαιδρότης]], -ητος, ΝΜΑ [[φαιδρός]]<br />[[ευθυμία]], [[χαρά]], [[ιλαρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γελοίος]] [[λόγος]] ή γελοία [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]] («[[φαιδρότης]] ὀφθαλμῶν», <b>Πολυδ.</b>).
|mltxt=η / [[φαιδρότης]], -ητος, ΝΜΑ [[φαιδρός]]<br />[[ευθυμία]], [[χαρά]], [[ιλαρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γελοίος]] [[λόγος]] ή γελοία [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]] («[[φαιδρότης]] ὀφθαλμῶν», <b>Πολυδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ [[ясность духа]], [[веселое настроение]] Isocr., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρότης Medium diacritics: φαιδρότης Low diacritics: φαιδρότης Capitals: ΦΑΙΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phaidrótēs Transliteration B: phaidrotēs Transliteration C: faidrotis Beta Code: faidro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221. 2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.

German (Pape)

[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.

Greek Monotonic

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.

Greek Monolingual

η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολίαφαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).

Middle Liddell

φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.