φιλοζέφυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime le zéphyr.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime le zéphyr.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ζέφυρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοζέφῠρος:''' [[любящий дуновения зефира]] (λειμῶνες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοζέφῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλοζέφῠρος:''' -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοζέφῠρος:''' [[любящий дуновения зефира]] (λειμῶνες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-ζέφῠρος, ον,<br />[[loving]] the [[west]] [[wind]], Anth.
|mdlsjtxt=φῐλο-ζέφῠρος, ον,<br />[[loving]] the [[west]] [[wind]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοζέφῠρος Medium diacritics: φιλοζέφυρος Low diacritics: φιλοζέφυρος Capitals: ΦΙΛΟΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: philozéphyros Transliteration B: philozephyros Transliteration C: filozefyros Beta Code: filoze/furos

English (LSJ)

ον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].

Greek Monotonic

φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-ζέφῠρος, ον,
loving the west wind, Anth.