χαλκόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol d'airain, au sol inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πέδον]].
|btext=ος, ον :<br />au sol d'airain, au sol inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πέδον]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπεδος:''' [[с медным основанием]] ([[ἕδρα]] [[θεῶν]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει [[δάπεδο]] από χαλκό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει [[δάπεδο]] από χαλκό, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόπεδος:''' [[с медным основанием]] ([[ἕδρα]] [[θεῶν]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκό-πεδος, ον, [[πέδον]]<br />with [[floor]] of [[brass]], Pind.
|mdlsjtxt=χαλκό-πεδος, ον, [[πέδον]]<br />with [[floor]] of [[brass]], Pind.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπεδος Medium diacritics: χαλκόπεδος Low diacritics: χαλκόπεδος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: chalkópedos Transliteration B: chalkopedos Transliteration C: chalkopedos Beta Code: xalko/pedos

English (LSJ)

ον, with floor of bronze, ἕδρα θεῶν Pi.I.7(6).44.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα θεῶν Pind. I. 6, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol d'airain, au sol inébranlable.
Étymologie: χαλκός, πέδον.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπεδος: с медным основанием (ἕδρα θεῶν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος ἐκ χαλκοῦ, ἕδρα θεῶν Πινδ. Ι. 7 (6) 61.

English (Slater)

χαλκόπεδος, -ον with bronze floor χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ-πεδος, ὑψί-πεδος].

Greek Monotonic

χαλκόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκό-πεδος, ον, πέδον
with floor of brass, Pind.