χειμάδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''χειμάδιον:''' [ᾰ], τό, χειμερινό [[κατάλυμα]], [[μέρος]] για να περάσει [[κανείς]] το χειμώνα, χειμαδίῳ [[χρῆσθαι]] Λήμνῳ, σε Δημ.· [[συνήθως]] σε πληθ., <i>χειμάδια πήγνυσθαι</i>, [[κατασκευάζω]] τη χειμερινή [[κατοικία]] μου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάδιον:''' τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμᾰδιον Medium diacritics: χειμάδιον Low diacritics: χειμάδιον Capitals: ΧΕΙΜΑΔΙΟΝ
Transliteration A: cheimádion Transliteration B: cheimadion Transliteration C: cheimadion Beta Code: xeima/dion

English (LSJ)

τό, winter dwelling, winter quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: especially in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter quarters, Plu.Sert.6, cf. Luc.3, Eum.15, Jul.Ep.98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; ἡ χειμαδία (sc. ὥρα) Et.Gud.563.53.

German (Pape)

[Seite 1342] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.

Russian (Dvoretsky)

χειμάδιον: τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάδιον: τό, μέρος κατάλληλον ἵνα διέλθῃ τις τὸν χειμῶνα, κοινῶς «χειμαδιό», χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Δημ. 49. 3· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χειμάδια πήγνυμαι, ὁρίζω τὸν τόπον ἐν ᾧ θὰ παραχειμάσω, παρασκευάζω τὴν χειμερινὴν κατοικίαν μου, Πλουτ. Σερτ. 6, πρβλ. Λούκουλλ. 3, Εὐμ. 15. ― Τὸ ἐπίθ. χειμάδιος, α, ον, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Α΄, 62 καὶ Σουΐδ.· ἡ χειμαδία (ἐξυπακ. ὥρα) Γουδιαν. Ἐτυμ.· πρβλ. χειμασία.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χειμάδι.

Greek Monotonic

χειμάδιον: [ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χειμάδιον, ου, τό, [from χεῖμα
a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter-quarters, Plut.

English (Woodhouse)

winter quarters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)