ἀμέλλητος: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne doit pas être différé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne doit pas être différé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέλλητος:''' [[не терпящий промедления]], [[неотложный]] (ἡ πρὸς τὸ καλὸν [[ὁρμή]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέλλητος:''' -ον ([[μέλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀμέλλητος:''' -ον ([[μέλλω]]), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέλλητος:''' [[не терпящий промедления]], [[неотложный]] (ἡ πρὸς τὸ καλὸν [[ὁρμή]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλλω]]<br />not to be put off, Luc.
|mdlsjtxt=[[μέλλω]]<br />not to be put off, Luc.
}}
}}

Revision as of 17:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλλητος Medium diacritics: ἀμέλλητος Low diacritics: αμέλλητος Capitals: ΑΜΕΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: améllētos Transliteration B: amellētos Transliteration C: amellitos Beta Code: a)me/llhtos

English (LSJ)

ον, without delay or hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. -τως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλ-ητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaplazable ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.Nigr.27.
2 adv. -ως sin retraso, sin tardanza, sin demora ἐπέβαινεν Plb.4.71.10, ὥρμων Plb.16.34.12, c. inf. καταβαίνειν Agathin. en Orib.10.7.22.

German (Pape)

[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: , μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέλλητος: не терпящий промедления, неотложный (ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.

Greek Monolingual

ἀμέλλητος, -ον (Α) μέλλω
ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή.

Greek Monotonic

ἀμέλλητος: -ον (μέλλω), αυτός που δεν μπορεί να αναβληθεί, σε Λουκ.

Middle Liddell

μέλλω
not to be put off, Luc.