ἀναιρετικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />destructif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναιρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />destructif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναιρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναιρετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уничтожающий]], [[разрушительный]] (τινος Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[смертельный]] (νοσήματα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀ. τινος Ph.Fr.103 H.; ἀ. ἀλλήλων mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. -κῶς negatively D.L.9.75. 2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης ΙΙ, Ptol.Tetr.127.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1destructor, aniquilador τὰ λυπηρά Arist.Rh.1386a6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.Fr.p.103, Iambl.Myst.5.11, Horap.2.35
•de argumentos y doctrinas, Origenes Cels.5.24, Clem.Al.Strom.8.5.15
•gram. neutralizador de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.
2 venenoso, mortífero de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.H.Laus.18.10.
3 astrol. que señala el fin de la vida, mortal en el esquema del zodíaco, Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, Ptol.Tetr.3.11.2.
II adv. -ῶς gram. negativamente op. θετικῶς del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.
German (Pape)
[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. -ικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιρετικός:
1) уничтожающий, разрушительный (τινος Arst., Plut.);
2) смертельный (νοσήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) ἀναιρῶ
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.