ἀπακριβόομαι: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπακρῑβόομαι) <b class="num">1</b> en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον [[acabado]], [[refinado]] λόγος Pl.<i>Ti</i>.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.<i>Phlb</i>.59d, σχήματα Hero <i>Def</i>.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης <i>AP</i> 7.472 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas</i> Arist.<i>PA</i> 666<sup>a</sup>28<br /><b class="num">•</b>[[ajustarse perfectamente]] πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b<br /><b class="num">•</b>[[versado]] ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.<br /><b class="num">2</b> c. compl. dir. [[terminar, realizar perfectamente]] una escultura, Alex.Aet.8<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.<br /><b class="num">3</b> en v. act. [[estudiar minuciosame]] τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.<i>DE</i> 6.18. | |dgtxt=(ἀπακρῑβόομαι) <b class="num">1</b> en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον [[acabado]], [[refinado]] λόγος Pl.<i>Ti</i>.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.<i>Phlb</i>.59d, σχήματα Hero <i>Def</i>.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης <i>AP</i> 7.472 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas</i> Arist.<i>PA</i> 666<sup>a</sup>28<br /><b class="num">•</b>[[ajustarse perfectamente]] πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b<br /><b class="num">•</b>[[versado]] ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.<br /><b class="num">2</b> c. compl. dir. [[terminar, realizar perfectamente]] una escultura, Alex.Aet.8<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.<br /><b class="num">3</b> en v. act. [[estudiar minuciosame]] τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.<i>DE</i> 6.18. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπακρῑβόομαι:''' [[подвергаться тщательной отделке]] ([[λόγος]] ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀπακρῑβόομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> κατασκευάζομαι ή [[γίνομαι]] από κάποιον με [[μεγάλη]] [[ακριβολογία]] και [[επιμονή]] στη [[λεπτομέρεια]], έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί [[τέλειος]], σε Πλάτ., Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως Μέσ., [[αποπερατώνω]], [[αποτελειώνω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, σε Ανθ., Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Pass. to be [[finished]] off, [[highly]] [[finished]], Plat., Isocr.<br /><b class="num">II.</b> as Mid. to [[finish]] off, Anth., Luc. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Pass. to be [[finished]] off, [[highly]] [[finished]], Plat., Isocr.<br /><b class="num">II.</b> as Mid. to [[finish]] off, Anth., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 3 October 2022
English (LSJ)
A to be highly wrought or finished, πρὸς κάλλος Pl.Lg. 810b; λόγος ἀπηκριβωμένος Id.Ti.29c, Isoc.4.11, cf. Pl.Phlb.59d; παιδεία Isoc.15.190; τὰ μάλιστ' ἀπηκρ. the most perfect creatures, Arist.PA666a28; of persons, ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι accurately versed in a thing, Isoc.12.28; cf. ἀπηκριβωμένως. II Med., finish off, make perfect, of sculpture, APl.4.172 (Alex.Aet.), cf. 5.342; ἀ. ταῖς γραμμαῖς Luc.Im.16 (Pass.).
Spanish (DGE)
(ἀπακρῑβόομαι) 1 en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον acabado, refinado λόγος Pl.Ti.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.Phlb.59d, σχήματα Hero Def.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης AP 7.472 (Leon.)
•subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas Arist.PA 666a28
•ajustarse perfectamente πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b
•versado ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.
2 c. compl. dir. terminar, realizar perfectamente una escultura, Alex.Aet.8
•tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.
3 en v. act. estudiar minuciosame τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.DE 6.18.
Russian (Dvoretsky)
ἀπακρῑβόομαι: подвергаться тщательной отделке (λόγος ἀπηκριβωμένος Isocr., Plat.; ἡ εἰκὼν ἀπηκριβωμένη Luc.): ἀπηκριβῶσθαι πρός τι Plat., Plut. быть вполне подготовленным к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακρῑβόομαι: παθ., γίνομαι (ὑπό τινος) μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς κάλλος Πλάτ. Νόμ. 810Β· λόγος ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. ἀπηκριβωμένως ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον ἔργον τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16.
Greek Monotonic
ἀπακρῑβόομαι: Παθ.,
I. κατασκευάζομαι ή γίνομαι από κάποιον με μεγάλη ακριβολογία και επιμονή στη λεπτομέρεια, έχω κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί τέλειος, σε Πλάτ., Ισοκρ.
II. ως Μέσ., αποπερατώνω, αποτελειώνω, καθιστώ κάτι τέλειο, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
I. Pass. to be finished off, highly finished, Plat., Isocr.
II. as Mid. to finish off, Anth., Luc.