ἀπαράτρεπτος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparatreptos | |Transliteration C=aparatreptos | ||
|Beta Code=a)para/treptos | |Beta Code=a)para/treptos | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[not turned]], of clothes, Phryn.PS p.52 B.<br><span class="bld">II</span> of laws, [[not to be perverted]], Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. [[ἀπαρατρέπτως]] = [[inflexibly]] M.Ant.1.16.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no vuelto]] ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva</i> Phryn.<i>PS</i> 52.<br /><b class="num">2</b> [[no torcido]], [[no distorsionado]] de la verdad, Eun.Cyz.<i>Apol</i>.6 M.30.840C.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no puede ser desviado]], [[inflexible]] del tiempo, Dion.Alex. en Eus.<i>PE</i> 14.25.<br /><b class="num">2</b> de pers. o del carácter humano [[que no puede ser desviado o torcido]], [[incorruptible]], [[imparcial]] τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν <i>Disp.Phot</i>.M.88.565A, cf. Poll.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀπαράτρεπτον]] = [[incorruptibilidad]] Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.253.1.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀπαρατρέπτως]] = [[sin desviarse]], [[con imparcialidad]] τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., [[δικαστής]], unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben [[ἀπαράβατος]] Plut. Symp. 9, 14, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., [[δικαστής]], unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben [[ἀπαράβατος]] Plut. Symp. 9, 14, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαράτρεπτος:''' [[непреклонный]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράτρεπτος''': ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμετάβλητος]], τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς [[δίκαιος]], δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16 | |lstext='''ἀπαράτρεπτος''': ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμετάβλητος]], τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· [[αὐστηρῶς]] [[δίκαιος]], δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαράτρεπτος]], -ον (Α)<br />(για νόμους) αυτός που δεν επιδέχεται [[μετατροπή]], [[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]]. | |mltxt=[[ἀπαράτρεπτος]], -ον (Α)<br />(για νόμους) αυτός που δεν επιδέχεται [[μετατροπή]], [[αμετάβλητος]], [[αναλλοίωτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 3 October 2022
English (LSJ)
A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B.
II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. ἀπαρατρέπτως = inflexibly M.Ant.1.16.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no vuelto ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva Phryn.PS 52.
2 no torcido, no distorsionado de la verdad, Eun.Cyz.Apol.6 M.30.840C.
II 1que no puede ser desviado, inflexible del tiempo, Dion.Alex. en Eus.PE 14.25.
2 de pers. o del carácter humano que no puede ser desviado o torcido, incorruptible, imparcial τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν Disp.Phot.M.88.565A, cf. Poll.8.10
•subst. τὸ ἀπαράτρεπτον = incorruptibilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.253.1.
III adv. ἀπαρατρέπτως = sin desviarse, con imparcialidad τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1.
German (Pape)
[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράτρεπτος: непреклонный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.
Greek Monolingual
ἀπαράτρεπτος, -ον (Α)
(για νόμους) αυτός που δεν επιδέχεται μετατροπή, αμετάβλητος, αναλλοίωτος.