ἀοιδοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[τίθημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui compose des chants, poète lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[τίθημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδοθέτης:''' ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀοιδοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), [[ποιητής]] που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀοιδοθέτης:''' -ου, ὁ ([[τίθημι]]), [[ποιητής]] που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, [[λυρικός]] [[ποιητής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀοιδοθέτης:''' ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />a lyric [[poet]], Anth.
|mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />a lyric [[poet]], Anth.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοιδοθέτης Medium diacritics: ἀοιδοθέτης Low diacritics: αοιδοθέτης Capitals: ΑΟΙΔΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: aoidothétēs Transliteration B: aoidothetēs Transliteration C: aoidothetis Beta Code: a)oidoqe/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, lyric poet, AP7.50 (Archim.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).

German (Pape)

[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.

Greek Monolingual

ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.

Greek Monotonic

ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τίθημι
a lyric poet, Anth.