ἀπόδρασις: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fuite;<br /><b>2</b> action d'esquiver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδιδράσκω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> fuite;<br /><b>2</b> action d'esquiver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδιδράσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόδρᾱσις:''' ион. [[ἀπόδρησις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бегство]], [[побег]] Her., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[уклонение]] (στρατείας Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόδρᾱσις:''' Ιων. -δρησις, -εως, ἡ ([[ἀποδιδράσκω]]), [[διαφυγή]], [[δραπέτευση]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[διαφυγή]] από [[κάτι]], [[αποφυγή]] κάποιου πράγματος, <i>στρατείας</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπόδρᾱσις:''' Ιων. -δρησις, -εως, ἡ ([[ἀποδιδράσκω]]), [[διαφυγή]], [[δραπέτευση]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[διαφυγή]] από [[κάτι]], [[αποφυγή]] κάποιου πράγματος, <i>στρατείας</i>, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀποδιδράσκω]]<br />a [[running]] [[away]], [[escape]], Hdt.: c. gen. [[escape]] from, στρατείας Dem. | |mdlsjtxt=[[ἀποδιδράσκω]]<br />a [[running]] [[away]], [[escape]], Hdt.: c. gen. [[escape]] from, στρατείας Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. ἀπό-δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) A running away, escape, τὴν ἀ. ποιεῖσθαι Hdt.4.140; βουλεύειν Luc.DMort.27.9; οὐκ ἔστιν ἀ. Plu.CG1. 2 c. gen., escape from, avoidance of, στρατείας D.21.166; evasion, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): jón. -δρησις Hdt.4.140
1 evasión, fuga τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι Hdt.l.c., ἡμᾶς ... ἀπόδρασιν βουλεύοντας Luc.DMort.27.9, οὐκ ἐστιν ἀ. Plu.CG 1, de un río por evaporación o filtración, Plu.2.433f.
2 acción de eludir c. gen. στρατείας D.21.166, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c, τοῦ λόγου Plu.2.359d.
German (Pape)
[Seite 302] ἡ, das Entfliehen, Luc. Mort. D. 27, 9; Plut. C. Graech. 1; s. ἀπόδρησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 fuite;
2 action d'esquiver, gén..
Étymologie: ἀποδιδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδρᾱσις: ион. ἀπόδρησις, εως ἡ
1) бегство, побег Her., Plut., Luc.;
2) уклонение (στρατείας Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδρᾱσις: Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) δραπέτευσις, φυγή, τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) μετὰ γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, ἀποφυγή τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.
Greek Monotonic
ἀπόδρᾱσις: Ιων. -δρησις, -εως, ἡ (ἀποδιδράσκω), διαφυγή, δραπέτευση, σε Ηρόδ.· με γεν., διαφυγή από κάτι, αποφυγή κάποιου πράγματος, στρατείας, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀποδιδράσκω
a running away, escape, Hdt.: c. gen. escape from, στρατείας Dem.