ἀπόερσε: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao;<br />d'où sbj. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσῃ, <i>opt. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσειε;<br />enlever, entraîner.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀπούρας]]. | |btext=<i>3ᵉ sg. ao;<br />d'où sbj. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσῃ, <i>opt. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσειε;<br />enlever, entraîner.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀπούρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόερσε:''' aor. унес(ла), увлек(ла) ([[ἔνθα]] με κῦμ᾽ [[ἀπόερσε]] Hom.; μή μιν ἀποέρσειε [[ποταμός]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''ἀπόερσε:''' αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. [[ἀπόερσε]], παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. <i>ἀποέρσῃ</i>, ευκτ. <i>ἀποέρσειε</i>· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper. ἀπόερσον Nic. Th.110):—swept away, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός ib.329; cf. ἀπούρας.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.Th.110]
arrastrar, barrer, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348, ὃν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ Il.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός Il.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.
• Etimología: Cf. ἀπηύρων.
German (Pape)
[Seite 302] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao;
d'où sbj. 3ᵉ sg. ἀποέρσῃ, opt. 3ᵉ sg. ἀποέρσειε;
enlever, entraîner.
Étymologie: DELG v. ἀπούρας.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόερσε: aor. унес(ла), увлек(ла) (ἔνθα με κῦμ᾽ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόερσε: παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., ἔνθα με κῦμ’ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα ταῦτα γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ ἔναυλος ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε μέγας ποταμὸς αὐτόθι 329. (Ἡ ποσότης τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, ὅπερ ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει σχέσις πρὸς τὸ ἀπαυράω, ὅ ἐ. ἀπαϝράω· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
English (Autenrieth)
(ἀπόϝ.), defective aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: sweep away, wash away; μή μιν ἀποϝϝέρσειε μέγας ποταμός, Il. 21.329, 2, Il. 6.348.
Greek Monolingual
ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)
παρασύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ- αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα wer - «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν πλέον πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].
Greek Monotonic
ἀπόερσε: αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. ἀπόερσε, παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. ἀποέρσῃ, ευκτ. ἀποέρσειε· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: swept away (Il.)
Other forms: Only this form occurs.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *uer- tear?
Etymology: s-aor. from a root *uer- (or *uers-, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in ἀπούρας, which has a root *ur-eh₂-. (It is wrong to see it as a form of ἀπούρας, ἀηύρων.)
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
old epic aor1 only found in 3 pers. ἀπόερσε, swept away, subj. ἀποέρσηι, opt. ἀποέρσειε, all in Il.
Frisk Etymology German
ἀπόερσε: {apó-erse}
See also: s. ἀπούρας.
Page 1,123