ἀποτελεσματικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. [[τέχνη]], die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. [[τέχνη]], die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτελεσματικός:''' завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты ([[τέχνη]], ὡς [[ζωγραφία]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αποτελεσματικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγικός]], [[τελεσφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αστρολογικός]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που επιδρά σε κάποιον ή [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποτελεσματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φέρνει ικανοποιητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αποτελεσματική</i><br />η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αποτελεσματικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγικός]], [[τελεσφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αστρολογικός]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που επιδρά σε κάποιον ή [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτελεσματικός:''' завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты ([[τέχνη]], ὡς [[ζωγραφία]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 18:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελεσμᾰτικός Medium diacritics: ἀποτελεσματικός Low diacritics: αποτελεσματικός Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotelesmatikós Transliteration B: apotelesmatikos Transliteration C: apotelesmatikos Beta Code: a)potelesmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A productive of material objects, τέχνη ἀποτελεσματική, opp. τέχνη θεωρητική and τέχνη πρακτική, S.E.M.11.197: generally, productive, τινός Sor.1.48, Gal.19.475. II astrologically influential, Ptol. Tetr.90; of astrology or for astrology, λόγος Vett. Val.332.1; ἀποτελεσματική (sc. τέχνη), ἡ, Eust.900.34, Simp. in Ph.293.11; ἀποτελεσματικά, name of a work on astrology by Paul.Al.; οἱ ἀποτελεσματικοί = astrologers, Eust.193.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1productivo, creador τέχνη S.E.M.11.197, τέχναι Sch.D.T.110.33, 445.30, σώματα Gal.19.475, σύμπτωμα ποικίλων ὀρέξεων ἀποτελεσματικόν Sor.35.6.
2 completo, perfecto τῆς τῶν ... προφητείων ἀποτελεσματικῆς συμπληρώσεως Eus.DE 1.1.9.
3 cometido, llevado a término ἁμαρτία μεγάλη Cyr.Al.M.69.833B.
II astrol.
1 relativo a la astrología λόγος Vett.Val.318.28
ἀποτελεσματικά tratados astrológicos Porph.Plot.15.23, tít. de obras de Ptol., de Paul.Al., de Heliconio, Sud.s.u. Ἑλικώνιος.
2 ἡ ἀποτελεσματική astrología Fulg.3.10, Simp.in Ph.293.11, Eust.900.34.
3 οἱ ἀποτελεσματικοί astrólogos Olymp.in Grg.47.3, Eust.900.34.
4 τὰ ἀποτελεσματικά efectos resultantes de la influencia de los astros Basil.M.29.129C.

German (Pape)

[Seite 330] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. τέχνη, die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελεσματικός: завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты (τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελεσματικός: -ή, -όν, ὁ παράγων ἢ ἔχων ἀποτέλεσμα, τέχνη ἀπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεωρητική, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.197: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τέλει, ἐπὶ τέλους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 64. 3. ΙΙ. ἀστρολογικῶς, ὁ ἀσκῶν ἐπίδρασιν, Πτολ.: ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀστρολογίαν, τέχνη, ἐπιστήμη Εὐστ. 900.44· ἀποτελεσματικά, ὄνομα συγγράμματος ἀστρολογικοῦ ὑπὸ Παύλου Ἀλεξανδρ.: -κοί, οἱ, ἀστρολόγοι, Εὐστάθ. 193.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.