ἀπόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du combat ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> impropre au combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμᾰχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[небоеспособный]] Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[не принимающий участия в боях]] ([[Ἀχιλλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που [[πλέον]] δεν μάχεται, που δεν είναι [[πλέον]] σε [[θέση]] να μάχεται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόμᾰχος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[небоеспособный]] Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[не принимающий участия в боях]] ([[Ἀχιλλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[past]] [[fighting]], [[past]] [[service]], Xen.
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[past]] [[fighting]], [[past]] [[service]], Xen.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμᾰχος Medium diacritics: ἀπόμαχος Low diacritics: απόμαχος Capitals: ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: apómachos Transliteration B: apomachos Transliteration C: apomachos Beta Code: a)po/maxos

English (LSJ)

ον, (μάχη) A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22. II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).

German (Pape)

[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμᾰχος:
1) небоеспособный Xen.;
2) не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.

Greek Monotonic

ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάχη
past fighting, past service, Xen.