ἀργυροδίνης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui roule des flots d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[δινέω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui roule des flots d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροδίνης:''' ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды ([[Πηνειός]] Hom.; [[Ἀχελώϊος]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠροδίνης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[δίνη]]), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο [[χρώμα]] του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀργῠροδίνης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[δίνη]]), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο [[χρώμα]] του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροδίνης:''' ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды ([[Πηνειός]] Hom.; [[Ἀχελώϊος]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[δίνη]]<br />[[silver]]-eddying, of rivers, Il.
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[δίνη]]<br />[[silver]]-eddying, of rivers, Il.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροδίνης Medium diacritics: ἀργυροδίνης Low diacritics: αργυροδίνης Capitals: ΑΡΓΥΡΟΔΙΝΗΣ
Transliteration A: argyrodínēs Transliteration B: argyrodinēs Transliteration C: argyrodinis Beta Code: a)rgurodi/nhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. ἀργυροδίνας, α, ὁ, (δίνη)
A silver-eddying, epithet of rivers, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.Cer.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.Fr.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]
1 de remolinos de plata de ríos Il.2.753, 21.8, 130, Hes.Th.340, Fr.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., Epic.Alex.Adesp.5, D.P.433, Nonn.D.19.306, Philostr.VS 564.
2 que tiene incrustaciones de plata κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui roule des flots d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροδίνης: ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды (Πηνειός Hom.; Ἀχελώϊος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, (δίνη) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304.

English (Autenrieth)

(δίνη): silver-eddying; epithet of rivers. (Il.)

Greek Monolingual

ἀργυροδίνης, ο (Α)
(επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»].

Greek Monotonic

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄργυρος, δίνη
silver-eddying, of rivers, Il.