ἀτρεμής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne tremble pas, immobile, calme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρέμω]].
|btext=ής, ές :<br />qui ne tremble pas, immobile, calme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεμής:''' [[неподвижный]], [[спокойный]] (φάσματα Plat.; [[ὄμμα]] Xen.; [[δόρυ]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεμής:''' [[неподвижный]], [[спокойный]] (φάσματα Plat.; [[ὄμμα]] Xen.; [[δόρυ]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμής Medium diacritics: ἀτρεμής Low diacritics: ατρεμής Capitals: ΑΤΡΕΜΗΣ
Transliteration A: atremḗs Transliteration B: atremēs Transliteration C: atremis Beta Code: a)tremh/s

English (LSJ)

ές,
A unmoved, calm, ἦτορ Parm.1.29; θάλασσα Semon.7.37; φάσματα Pl.Phdr.250c; ὄμμα X.Smp.8.3: ἀτρεμές, τό, calmness, Id.Ages.6.7. Adv. ἀτρεμέως Thgn.978; ἀτρεμέως ἔχειν Hp.Epid.3.17.έ.
II stable, firm, δόρυ Plb.6.25.9; ὁδοί Plu.CG7.

Spanish (DGE)

-ές
I 1firme, inmóvil ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκα Semon.8.37, ἀτρεμῆ ... φάσματα Pl.Phdr.250c, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατος Plb.6.25.9.
2 tranquilo, imperturbable ἦτορ Parm.B 1.29, τὸ ἐόν Parm.B 8.4, τὸ ὄμμα X.Smp.8.3, νοῦς Plot.3.2.2, cf. 6.9.5, τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόν Plot.3.7.5, cf. 11
subst. τὸ ἀτρεμές = calma, tranquilidad X.Ages.6.7, Heraclit.All.20.
II adv. ἀτρεμέως
1 firmemente e.d. sin vacilar ὄφρα ... κεφαλὴν ἀτρεμέως προφέρω = mientras mantengo erguida la cabeza Thgn.978.
2 tranquilamente ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.5, οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ ἀτρεμέως Hp.Epid.5.60, ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ ἀτρεμέως ἐκβήμεναι Q.S.13.36.
3 ligeramente παρέκρουσεν ἀτρεμέως Hp.Epid.3.17.16.

German (Pape)

[Seite 388] ές, nicht zitternd, ruhig, θρῆνος Eur. Herc. f. 1053; φάσματα Plat. Phaedr. 250 c; Pol. 6, 25; τὸ ἀτρεμές, die Ruhe, Xen. Ag. 6, 7. – Adv. ἀτρεμέως, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: , τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμής: неподвижный, спокойный (φάσματα Plat.; ὄμμα Xen.; δόρυ Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμής: -ές, (τρέμω) ὁ μὴ τρέμων, ἀτάραχος, γαλήνιος, θάλασσα Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 37· φάσματα Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄμμα Ξεν. Συμπ. 8, 3· τὸ οὐδ. τὸ ἀτρεμὲς ὡς οὐσιαστ. ἀταραξία, ἠρεμία, ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 7. Ἐπίρρ. ἀτρεμέως Θέογν. 978, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1101. ΙΙ. ἀτρεπής, ὁ μὴ ἔχων ἐκτροπὰς ἀλλ’ εὐθύς, ἐπὶ ὁδῶν, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κορκῆ.

Greek Monolingual

ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω
1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος
2. ήρεμος, ατάραχος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμές
ηρεμία, ησυχία.

Greek Monotonic

ἀτρεμής: -ές (τρέμω), αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. ἀτρεμέως, σε Θέογν.

Middle Liddell

τρέμω
not trembling, unmoved, Plat., Xen. adv. ἀτρεμέως Theogn.

English (Woodhouse)

calm, quiet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)