ἐκκυνέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />perdre la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκκυνος]]. | |btext=-ῶ :<br />perdre la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκκυνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκῠνέω:''' (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ [[ἴχνος]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκῠνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκκυνος]]), [[εκτελώ]] [[έρευνα]], [[ψάξιμο]], [[αναζήτηση]], [[ψάχνω]] για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐκκῠνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔκκυνος]]), [[εκτελώ]] [[έρευνα]], [[ψάξιμο]], [[αναζήτηση]], [[ψάχνω]] για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen. | |mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 3 October 2022
English (LSJ)
(ἔκκυνος) of hounds, keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκῠνόω, ibid.
Spanish (DGE)
abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.
German (Pape)
[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠνέω: (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ ἴχνος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.
Greek Monotonic
ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.