ἐκχράω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. fut. et ao. impers.</i> • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;<br />suffire : [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]⁴.<br /><span class="bld">2</span><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐξέχρη;<br />annoncer un oracle, prédire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]³. | |btext=<span class="bld">1</span><i>seul. fut. et ao. impers.</i> • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;<br />suffire : [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]⁴.<br /><span class="bld">2</span><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐξέχρη;<br />annoncer un oracle, prédire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]³. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκχράω:'''<br /><b class="num">I</b> [[быть достаточным]], [[пригодным]] или [[возможным]]: οὐκ ἐξέχρησέ [[σφι]] ἡ [[ἡμέρη]] ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. днем они не смогли вступить в морской бой; [[κῶς]] [[ταῦτα]] Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; Her. как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?<br /><b class="num">II</b> (3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать (Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκχράω:''' μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. βʹ [[ἐξέχρην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[χρησμοδοτώ]], [[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρκώ]], [[επαρκώ]], σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το <i>ἀποχρᾷ</i>, με απαρ., [[κῶς]] βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκχράω:''' μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. βʹ [[ἐξέχρην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[χρησμοδοτώ]], [[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρκώ]], [[επαρκώ]], σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το <i>ἀποχρᾷ</i>, με απαρ., [[κῶς]] βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -χρήσω aor2 [[ἐξέχρην]]<br /><b class="num">I.</b> to [[declare]] as an [[oracle]], [[tell]] out, Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[suffice]], Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how [[will]] it [[suffice]] him? how [[will]] he be [[content]] to . . ? Hdt. | |mdlsjtxt=fut. -χρήσω aor2 [[ἐξέχρην]]<br /><b class="num">I.</b> to [[declare]] as an [[oracle]], [[tell]] out, Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[suffice]], Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how [[will]] it [[suffice]] him? how [[will]] he be [[content]] to . . ? Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
(v. χράω c), A declare as an oracle, tell out, τὰ πόλλ' . . ὅτ' ἐξέχρη κακά S.OC87. II suffice, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Hdt.8.70: impers., c. inf., κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it suffice him, how will he be content to . . ? Id.3.137.
Spanish (DGE)
predecir (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias S.OC 87
•decir, emitir proféticamente τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.
satisfacer, ser conveniente c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado? Hdt.3.137.
German (Pape)
[Seite 787] (s. χράω), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.
French (Bailly abrégé)
1seul. fut. et ao. impers. • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;
suffire : κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?
Étymologie: ἐκ, χράω⁴.
2impf. 3ᵉ sg. ἐξέχρη;
annoncer un oracle, prédire, acc..
Étymologie: ἐκ, χράω³.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχράω:
I быть достаточным, пригодным или возможным: οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. днем они не смогли вступить в морской бой; κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; Her. как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?
II (3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать (Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχράω: (ἴδε χράω γ), χρησμοδοτῶ, θεσπίζω, τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς ταῦτα βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.
Greek Monolingual
(I)
ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α)
1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω
2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ.
θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῦτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα είναι ανεκτό— στον βασιλέα να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)
(II)
ἐκχράω (Α)
αναγγέλλω ως χρησμό, χρησμοδοτώ, προλέγω, θεσπίζω («τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
Greek Monotonic
ἐκχράω: μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην·
I. χρησμοδοτώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ.
II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -χρήσω aor2 ἐξέχρην
I. to declare as an oracle, tell out, Soph.
II. to suffice, Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how will it suffice him? how will he be content to . . ? Hdt.