ἐνθρονίζω: Difference between revisions
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθρονίζω:''' возводить на престол, med. восходить на престол ([[Πτολεμαῖος]] ἐνθρονιζόμενος Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ενθρονιάζω (AM [[ἐνθρονίζω]]) [[ένθρονος]]<br /><b>1.</b> (για ηγεμόνες ή επισκόπους) [[εγκαθιστώ]] κάποιον ηγεμόνα, [[ανεβάζω]] στον θρόνο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενθρονίζομαι</i><br />θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και [[παραμένω]] [[κάπου]] [[απρόσκλητος]] παριστάνοντας τον αρχηγό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγιάζω]], [[εγκαινιάζω]] αγία [[τράπεζα]]<br /><b>2.</b> (για [[ταφή]] νεκρού) [[τοποθετώ]], [[θάβω]]. | |mltxt=και ενθρονιάζω (AM [[ἐνθρονίζω]]) [[ένθρονος]]<br /><b>1.</b> (για ηγεμόνες ή επισκόπους) [[εγκαθιστώ]] κάποιον ηγεμόνα, [[ανεβάζω]] στον θρόνο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενθρονίζομαι</i><br />θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και [[παραμένω]] [[κάπου]] [[απρόσκλητος]] παριστάνοντας τον αρχηγό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθαγιάζω]], [[εγκαινιάζω]] αγία [[τράπεζα]]<br /><b>2.</b> (για [[ταφή]] νεκρού) [[τοποθετώ]], [[θάβω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 3 October 2022
English (LSJ)
place on a throme, metaph., τὸν ἡγεμόνα νοῦν LXX 4 Ma.2.22:—in lit. sense only Pass., ib.Es.1.2; τοῖς βασιλείοις D.S.33.13.
Spanish (DGE)
I tr.
1 colocar en un trono, entronizar fig. θεὸς ... ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν ... ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22
•en v. pas. Πτολεμαίου ... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις siendo entronizado Ptolomeo en su palacio D.S.33.13
•crist. desde un punto de vista relig. o místico, de Jesús, Hippol.M.10.632A, Meth.Symp.168.
2 crist. establecer en una sede como obispo, c. ac. de pers. τῶν περὶ Ἀκάκιον ἐνθρονισάντων αὐτόν habiéndolo consagrado como obispo los Acacianos Socr.Sch.HE 2.43.7, cf. 4.21.4, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου μᾶλλον ἢ ὑπὸ ἐκκλησιαστικοῦ κανόνος ἐνθρονίζεται Socr.Sch.HE 2.16.14, ἔνθα ἐνεθρόνιστο ὁ ἐπίσκοπος ... ὑπὸ τῆς θείας χειρός Pall.V.Chrys.7.63, cf. 15.52.
3 establecer, instalar c. pron. refl. en ac. y dat. ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐνεθρόνισεν ἑαυτὸν τῇ μονῇ Pall.H.Laus.47.1.
II intr. en v. med. tener su sede, estar ubicado ἐνθρονίζεται δὲ οὗτος (sc. ὁ λογισμός) ἐν ἐγκεφάλῳ Clem.Al.Paed.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 843] auf den Thron setzen, Sp.; im med., auf dem Throne sitzen, LXX.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθρονίζω: возводить на престол, med. восходить на престол (Πτολεμαῖος ἐνθρονιζόμενος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονίζω: θέτω ἐπὶ θρόνου, Πτολεμαίου... ἐνθρονιζομένου τοῖς βασιλείοις Διοδώρου Ἀποσπάσμ. 595. 2) ἐν τῇ ἐκκλησ. γλώσσῃ κυρίως ἐπὶ τῶν ἐνθρονιζομένων ἐπισκόπων, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1247Α, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 54F. 3) ἐγκαινιάζω ἁγίαν τράπεζαν, Εὐχολ. - Παθ., κάθημαι ἐπὶ θρόνου, Ἑβδ. (Μακκ. Δ, Β΄ 22).
Greek Monolingual
και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) ένθρονος
1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο
2. μέσ. ενθρονίζομαι
θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό
μσν.
1. καθαγιάζω, εγκαινιάζω αγία τράπεζα
2. (για ταφή νεκρού) τοποθετώ, θάβω.