ἐντροπία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐντροπία:''' ἡ [[увертка]], [[уловка]] (δόλιαι ἐντροπίαι HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐντροπία:''' ἡ, [[τέχνασμα]], [[ραδιουργία]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''ἐντροπία:''' ἡ, [[τέχνασμα]], [[ραδιουργία]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐντροπία]], ἡ, [from [[ἐντροπή]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[dodge]], Hhymn. | |mdlsjtxt=[[ἐντροπία]], ἡ, [from [[ἐντροπή]] <i>n</i><br />a [[trick]], [[dodge]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A = ἐντροπή, Hp.Decent.2. II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐντροπία: ἡ увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.
Greek Monolingual
η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.