ἐπίλεκτος: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹. | |btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίλεκτος:''' [[избранный]], [[отборный]]: οἱ ἐπίλεκτοι (στρατιῶται) Xen., Polyb., Plut. отборные воины. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίλεκτος:''' -ον ([[ἐπιλέγω]]), [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπίλεκτος:''' -ον ([[ἐπιλέγω]]), [[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπίλεκτος]], ον [[ἐπιλέγω]]<br />[[chosen]], [[picked]], of soldiers, Xen. | |mdlsjtxt=[[ἐπίλεκτος]], ον [[ἐπιλέγω]]<br />[[chosen]], [[picked]], of soldiers, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A chosen, τὸ ἐ. γένος Ἰσραήλ Ph.1.242; ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐ. Ael.VH5.6; ἐ. σμύρνα choice. J.AJ3.8.3; εἰκασίαι Callix.2. 2. especially of soldiers, οἱ ἐπίλεκτοι X.An.3.4.43, HG5.3.23, IG22.680.12, IPE12.352.39 (Cherson.); in Egypt, OGI731 (ii B.C.), UPZ110.21 (ii B.C.). b. = ἔκτακτος (q.v.), Arr.Tact.10.4. c. = Lat. extraordinarii, Plb.6.26.6, etc. 2. Adv. ἐπιλέκτως = λογάδην (by picking out), Sch.Th.4.4.
German (Pape)
[Seite 957] auserlesen, bes. von Soldaten, Kerntruppen, Xen. An. 3, 4, 43 Hell. 5, 3, 23 u. Sp., wie Pol. 6, 26, 6. – Adv. ἐπιλέκτως, Erkl. von λογάδην, Schol. Thuc. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
choisi, de choix ; οἱ ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.
Étymologie: ἐπιλέγω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλεκτος: избранный, отборный: οἱ ἐπίλεκτοι (στρατιῶται) Xen., Polyb., Plut. отборные воины.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλεκτος: -ον, (ἐπιλέγω) ἐκλεκτός, «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, λογάδην, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίλεκτος, -ον) επιλέγω
εκλεκτός, διαλεχτός
μσν.
εκείνος που γίνεται με φροντίδα
αρχ.
(για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή
β) έκτακτος.
Greek Monotonic
ἐπίλεκτος: -ον (ἐπιλέγω), εκλεκτός, διαλεχτός, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.