ἐπίβουλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιβουλότερος, <i>Sp.</i> ἐπιβουλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιβουλότερος, <i>Sp.</i> ἐπιβουλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βουλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строящий козни]] (τινι Plat. и τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[коварный]], [[предательский]] (καὶ ἐ. καὶ [[κρυψίνους]] καὶ [[δολερός]] Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίβουλος:''' -ον ([[ἐπί]], [[βουλή]]), αυτός που συνωμοτεί [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· [[δόλιος]], ύπουλος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίβουλος:''' -ον ([[ἐπί]], [[βουλή]]), αυτός που συνωμοτεί [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· [[δόλιος]], ύπουλος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίβουλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[строящий козни]] (τινι Plat. и τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[коварный]], [[предательский]] (καὶ ἐ. καὶ [[κρυψίνους]] καὶ [[δολερός]] Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίβουλος Medium diacritics: ἐπίβουλος Low diacritics: επίβουλος Capitals: ΕΠΙΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: epíboulos Transliteration B: epiboulos Transliteration C: epivoulos Beta Code: e)pi/boulos

English (LSJ)

ον, plotting against, τοῖς καλοῖς Pl.Smp.203d: abs., treacherous, νόσοι A.Supp.587 (lyr.); of persons, X.Cyr.1.6.27, Thphr.Char.1.7; [θηρίον] (i.e. παῖς) Pl.Lg.808d; δεινὸς καὶ ἐ. a deep designing fellow, Lys.Fr.75.2; γένος Diph. 66.4; πίθηκον, ἐ. κακόν Eub.115; ζῷα ἐ. Arist.HA488b16, 18; τὰ ἐ. τῶν ἀνθρώπων creatures which prey on man, Plu.2.727f; τὰ ἐ. τῆς ψυχῆς Porph.Antr.34; ἐ. ἀνέμων PMag.Leid.V.7.22: Comp. -ότερον, ζῷον Pl.Tht.174d: Sup. -ότατος D.Chr.10.7. Adv. -λως, γίγνεσθαι D.H.11.49, cf. Plu.2.715b, etc.; πράσσειν J.AJ17.5.7.

German (Pape)

[Seite 930] nachstellend, hinterlistig; Ἥρας νόσοι Aesch. Suppl. 582; neben κρυψίνους u. δολερός Xen. Cyr. 1, 6, 27; τινί, Plat. Conv. 203 d; aber τὰ ἐπίβουλα καὶ πολέμια τῶν ἀνθρώπων, gegen die Menschen, Plut. Symp. 8, 7, 3; δυσκολώτερον ζῶον καὶ ἐπιβουλότερον Plat. Theaet. 174 d. – Adv., Plut.; ἐπιβούλως διακεῖσθ αι πρός τινα D. Hal. 11, 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui machine contre, qui tend des pièges, insidieux;
Cp. ἐπιβουλότερος, Sp. ἐπιβουλότατος.
Étymologie: ἐπί, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίβουλος:
1) строящий козни (τινι Plat. и τινος Plut.);
2) коварный, предательский (καὶ ἐ. καὶ κρυψίνους καὶ δολερός Xen.; τύραννοι ἐπιβουλότατοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίβουλος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐναντίον τινὸς μηχανώμενος ἢ σχεδιάζων κακόν τι, τινι Πλάτ. Συμπ. 203Ε· δόλιος, προδοτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 587, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27, Πλάτ. Νόμ. 808D· δεινὸς καὶ ἐπ., ἄνθρωπος βαθύς, πλήρης σχεδίων, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 2· πίθηκον, ἐπ. κακὸν Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ζῷα ἐπ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 32· τὰ ἐπίβουλα, δολιότητες, Πλούτ. 2. 727F:- Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Θεαίτ. 174D.- Ἐπίρρ. ἐπιβούλως, ἐπιβούλως γίγνεσθαι Διον. Ἁλ. 11. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίβουλος, -ον) επιβουλεύω
1. (για άνθρωπο) αυτός που σχεδιάζει κακό και με δόλιες ενέργειες βλάπτει κάποιον
2. (για ενέργειες, πράξεις κ.λπ.) ύπουλος, δόλιος («'πίβουλε Πόθε», «ἐπίβουλοι νόσοι»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβουλα
βλαβερά όντα.

Greek Monotonic

ἐπίβουλος: -ον (ἐπί, βουλή), αυτός που συνωμοτεί εναντίον, τινι, σε Πλάτ.· δόλιος, ύπουλος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπί-βουλος, ον [ἐπί, βουλή
plotting against, τινι Plat.: treacherous, Xen.

English (Woodhouse)

scheming, treacherous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)