ἐπιτίτθιος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τίτθη]].
|btext=ος, ον :<br />qui est encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τίτθη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτίτθιος:''' <b class="num">II</b> ὁ грудной младенец Theocr.<br />питающийся материнским молоком, грудной ([[παῖς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτίτθιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο [[στήθος]], βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπιτίτθιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο [[στήθος]], βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτίτθιος:''' <b class="num">II</b> ὁ грудной младенец Theocr.<br />питающийся материнским молоком, грудной ([[παῖς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-τίτθιος, ον<br />at the [[breast]], a [[suckling]], Theocr.
|mdlsjtxt=ἐπι-τίτθιος, ον<br />at the [[breast]], a [[suckling]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 19:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίτθιος Medium diacritics: ἐπιτίτθιος Low diacritics: επιτίτθιος Capitals: ΕΠΙΤΙΤΘΙΟΣ
Transliteration A: epitítthios Transliteration B: epititthios Transliteration C: epititthios Beta Code: e)piti/tqios

English (LSJ)

ον, at the breast, παῖς AP11.243 (Nicarch.): Subst., ὁ, a suckling, Theoc.24.54.

German (Pape)

[Seite 994] an der Mutterbrust liegend, noch saugend, παῖς, Nicarch. 15 (XI, 243); Theocr. 24, 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, τίτθη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίτθιος: II ὁ грудной младенец Theocr.
питающийся материнским молоком, грудной (παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίτθιος: -ον, ἐπιμάζιος, ἐπιμαστίδιος, «’ς τὸ βυζί», Λατ. subrumus, παῖδα λιπὼν οἴκοις ἐπιτίτθιον Ἀνθ. Π. 11. 243· ἀπολ., γαλαθηνός, Θεόκρ. 24. 53.

Greek Monolingual

ἐπιτίτθιος, -ον (Α)
1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο
2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος
βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτθός «γυναικείος μαστός»].

Greek Monotonic

ἐπιτίτθιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος, βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπι-τίτθιος, ον
at the breast, a suckling, Theocr.