ἔκχυτος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se répand, flottant <i>en parl. de la chevelure</i>;<br /><b>2</b> qui se détend;<br /><b>3</b> versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se répand, flottant <i>en parl. de la chevelure</i>;<br /><b>2</b> qui se détend;<br /><b>3</b> versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκχῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[раскидистый]], [[развесистый]] (κισσοῦ [[κόμη]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[растянувшийся]] (ἔ. ὕπνῳ Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκχῠτος:''' -ον ([[ἐκχέω]]), αυτός που έχει ξεχυθεί, [[απεριόριστος]], σκορπισμένος, [[ακράτητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκχῠτος:''' -ον ([[ἐκχέω]]), αυτός που έχει ξεχυθεί, [[απεριόριστος]], σκορπισμένος, [[ακράτητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκχῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[раскидистый]], [[развесистый]] (κισσοῦ [[κόμη]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[растянувшийся]] (ἔ. ὕπνῳ Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκχῠτος, ον [[ἐκχέω]]<br />poured [[forth]], unconfined, outstretched, Anth.
|mdlsjtxt=ἔκχῠτος, ον [[ἐκχέω]]<br />poured [[forth]], unconfined, outstretched, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκχῠτος Medium diacritics: ἔκχυτος Low diacritics: έκχυτος Capitals: ΕΚΧΥΤΟΣ
Transliteration A: ékchytos Transliteration B: ekchytos Transliteration C: ekchytos Beta Code: e)/kxutos

English (LSJ)

ον, (ἐκχέω) A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.). 2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός. II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.

Spanish (DGE)

(ἔκχῠτος) -ον
I 1suelto del pelo ἔκχυτον ... ἔπλεξε κόμην AP 9.669 (Marian.)
fig. suelto, distendido de la carcajada, Sud.s.u. καγχασμός.
2 de pers. tendido relajadamente, sosegado, despreocupado Μενεκρατὶς ἔ. ὕπνῳ κεῖτο AP 5.275 (Paul.Sil.), de Pan AP 16.229.
II neutr. subst. τὸ ἔ.
1 quizá pastel de queso fundido, AP 9.395 (Pall.).
2 tít. de un diálogo de Hermágoras sobre ᾠοσκοπία Pers.Stoic.1.102.

German (Pape)

[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se répand, flottant en parl. de la chevelure;
2 qui se détend;
3 versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.
Étymologie: ἐκχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκχῠτος:
1) раскидистый, развесистый (κισσοῦ κόμη Anth.);
2) растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκχυτος, -ον)
1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος
2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά
β. «έκχυτος γέλως» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο
γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» — κατηγορία πυριγενών στρωμάτων, αλλιώς «ηφαιστειογενή πετρώματα».

Greek Monotonic

ἔκχῠτος: -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος, σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔκχῠτος, ον ἐκχέω
poured forth, unconfined, outstretched, Anth.