ἑτερόγναθος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d’un côté que de l'autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]].
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d’un côté que de l'autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερόγνᾰθος:''' [[имеющий рот]], [[обе стороны которого неодинаковы по мягкости]] ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόγνᾰθος:''' ὁ, αυτός που έχει τη [[μία]] γνάθο σκληρότερη από την [[άλλη]], [[ἵππος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἑτερόγνᾰθος:''' ὁ, αυτός που έχει τη [[μία]] γνάθο σκληρότερη από την [[άλλη]], [[ἵππος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερόγνᾰθος:''' [[имеющий рот]], [[обе стороны которого неодинаковы по мягкости]] ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,<br />with one [[side]] of the [[mouth]] harder [[than]] the [[other]], [[ἵππος]] Xen.
|mdlsjtxt=ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,<br />with one [[side]] of the [[mouth]] harder [[than]] the [[other]], [[ἵππος]] Xen.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγνᾰθος Medium diacritics: ἑτερόγναθος Low diacritics: ετερόγναθος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: heterógnathos Transliteration B: heterognathos Transliteration C: eterognathos Beta Code: e(tero/gnaqos

English (LSJ)

ον, with one side of the mouth harder than the other, (ἵπποι) X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d’un côté que de l'autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγνᾰθος: имеющий рот, обе стороны которого неодинаковы по мягкости (ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».

Greek Monolingual

ἑτερόγναθος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + γνάθος].

Greek Monotonic

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη, ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,
with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.