ἠγερέθομαι: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq. c.</i> ἀγείρομαι, se rassembler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγείρω]]. | |btext=<i>épq. c.</i> ἀγείρομαι, se rassembler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγείρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠγερέθομαι:''' эп. (= ἀγείρομαι) (только 3 л. pl. praes. ind. ἠγερέθονται, 3 л. pl. conjct. ἡγερέθωνται, 3 л. pl. impf. ἠγερέθοντο и inf. ἠγερέθεσθαι) собираться, сбегаться, (с)толпиться ([[ἀμφί]] τινα и [[ἀμφί]] τι Hom., HH, Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠγερέθομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του <i>ἀγείρομαι</i> (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερέθεντο</i>, [[καθώς]] και στο απαρέμφ. <i>ἠγερέθεσθαι</i>. | |lsmtext='''ἠγερέθομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του <i>ἀγείρομαι</i> (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερέθεντο</i>, [[καθώς]] και στο απαρέμφ. <i>ἠγερέθεσθαι</i>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />epic [[form]] of ἀγείρομαι (Pass.) to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.] | |mdlsjtxt=<br />epic [[form]] of ἀγείρομαι (Pass.) to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. form of ἀγείρομαι (Pass.) gather together, assemble, only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται Il. 3.231, cf. h.Ap.147; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Il.23.233; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Od.2.392; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127 Aristarch. (ἠγερέεσθαι codd.): subj. ἠγερέθωνται Opp.H.3.360.
German (Pape)
[Seite 1151] epische verstärkte Nebenform von ἀγείρομαι, sich versammeln, wohl nur ἠγερέθονται u. ἠγερέθοντο, Il. 2, 304. 3, 231; bes. mit ἀολλέες u. ἀθρόοι, wo Einer nach dem Andern kommt, u. eine Zeit darüber vergeht, 2, 304. 3, 231 Od. 2, 392. 3, 412; auch Hes. sc. 184; Mosch. 2, 35. Bekker u. Spitzner schreiben nach Aristarch Il. 10, 127 ἠγερέθεσθαι für ἠγερέεσθαι. Vgl. oben ἀγερέθωνται.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἀγείρομαι, se rassembler.
Étymologie: ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἠγερέθομαι: эп. (= ἀγείρομαι) (только 3 л. pl. praes. ind. ἠγερέθονται, 3 л. pl. conjct. ἡγερέθωνται, 3 л. pl. impf. ἠγερέθοντο и inf. ἠγερέθεσθαι) собираться, сбегаться, (с)толпиться (ἀμφί τινα и ἀμφί τι Hom., HH, Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠγερέθομαι: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀγείρομαι (Παθ.), συνάγομαι, συναθροίζομαι, Ὅμ., μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ ἀπαρ., ἀμφὶ δέ μιν… ἀγοὶ ἠγερέθονται Ἰλ. Γ. 231, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολ. 147· ἀμφ’ Ἀτρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Ἰλ. Ψ. 233· περὶ δ’ ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Ὀδ. Β. 392· ἐπὶ τῶν εἰδώλων ἢ φασμάτων, ἀμφ’ αἷμα.. ἀολλέες ἠγερέθοντο Λ. 227· σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127. -ὑποτακτ. ἠγερέθωνται Ὀππ. Ἁλ. 3. 360. Πρβλ. ἠερέθομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἠγερέθομαι (Α)
(επιτ. τ. του ἀγείρομαι, μόνο στο γ' πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. του αγείρω(θ. αγερ-) παρεκτεταμένο με -θ-. Απαντά κυρίως στον παρατατικό ηγερέθοντο, ενώ ο μοναδικός τ. ενεστ. ηγερέθονται και το απρμφ. ηγερέθεσθαι διατήρησαν για μετρικούς λόγους το αρχικό -η-].
Greek Monotonic
ἠγερέθομαι: Επικ. τύπος του ἀγείρομαι (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. ἠγερέθονται, ἠγερέθεντο, καθώς και στο απαρέμφ. ἠγερέθεσθαι.
Middle Liddell
epic form of ἀγείρομαι (Pass.) to gather together, assemble, Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.]