ἰσοκρατία: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />égalité de pouvoir <i>ou</i> de droits.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσοκρατής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />égalité de pouvoir <i>ou</i> de droits.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσοκρατής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοκρᾰτία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[равенство]], [[равноправие]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[равенство сил]] (Plat. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἰσοκράτεια]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοκρατία]], ἡ (Α) [[ισοκρατής]]<br /><b>1.</b> [[ισότητα]] ισχύος ή δυνάμεως, [[ισοδυναμία]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]] δικαιωμάτων, [[ισοτιμία]], [[ισονομία]], δημοκρατικό [[πολίτευμα]], αντίθ. του [[τυραννίς]] («ἰσονομίας καταλύοντες», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἰσοκρατία]], ἡ (Α) [[ισοκρατής]]<br /><b>1.</b> [[ισότητα]] ισχύος ή δυνάμεως, [[ισοδυναμία]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]] δικαιωμάτων, [[ισοτιμία]], [[ισονομία]], δημοκρατικό [[πολίτευμα]], αντίθ. του [[τυραννίς]] («ἰσονομίας καταλύοντες», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοκρᾰτία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[равенство]], [[равноправие]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[равенство сил]] (Plat. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἰσοκράτεια]]).
}}
}}

Revision as of 20:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκρᾰτία Medium diacritics: ἰσοκρατία Low diacritics: ισοκρατία Capitals: ΙΣΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: isokratía Transliteration B: isokratia Transliteration C: isokratia Beta Code: i)sokrati/a

English (LSJ)

ἡ, A equality of strength or power, Ti.Locr.95c. 2 = ἰσονομία, equality of rights, republic, opp. τυραννίς, Hdt.5.92.ά (pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v.l. ἰσοκρατείας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité de pouvoir ou de droits.
Étymologie: ἰσοκρατής.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκρᾰτία:
1) равенство, равноправие Her.;
2) равенство сил (Plat. - v.l. ἰσοκράτεια).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκρᾰτία: ἡ, ἰσότης ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = ἰσονομία, ἰσότης δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ τυραννίς.

Greek Monolingual

ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).