ὁδαῖος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν [[ἐφόδιον]]; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν [[ἐφόδιον]]; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l'on transporte, cargaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁδαῖος:''' [[путевой]], [[дорожный]] Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδαῖος''': α, ον. (ὁδὸς) = [[ἐνόδιος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ [[ἔμπορος]] ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum· πρβλ. [[ὁδάω]]. | |lstext='''ὁδαῖος''': α, ον. (ὁδὸς) = [[ἐνόδιος]], ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ [[ἔμπορος]] ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum· πρβλ. [[ὁδάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁδαῖος:''' -α, -ον ([[ὁδός]]), = [[ἐνόδιος]]· <i>ὁδαῖα</i>, <i>τά</i>, [[αγαθά]] μαζί με τα οποία ταξιδεύει [[ένας]] [[έμπορος]], το φορτίο του, [[πραμάτεια]], εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὁδαῖος:''' -α, -ον ([[ὁδός]]), = [[ἐνόδιος]]· <i>ὁδαῖα</i>, <i>τά</i>, [[αγαθά]] μαζί με τα οποία ταξιδεύει [[ένας]] [[έμπορος]], το φορτίο του, [[πραμάτεια]], εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὁδαῖος]], η, ον [[ὁδός]]<br />= [[ἐνόδιος]]:—ὁδαῖα, ων, τὰ [[goods]] with [[which]] a [[merchant]] travels, his [[freight]], Od. | |mdlsjtxt=[[ὁδαῖος]], η, ον [[ὁδός]]<br />= [[ἐνόδιος]]:—ὁδαῖα, ων, τὰ [[goods]] with [[which]] a [[merchant]] travels, his [[freight]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:40, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (ὁδός)
A = ἐνόδιος, of Hermes, Id. (s.v.l.).
II ὁδαῖα, τά, that for which a merchant travels, merchandise (obtained in exchange for his φόρτος or first freight), Od.8.163, 15.445; though a Sch. explains it as = ἐφόδια, Lat. viaticum; cf. ὁδάω.
German (Pape)
[Seite 291] zum Wege gehörig; τὰ ὁδαῖα, Kaufmannsgut, die Waaren, mit denen der Kaufmann eine Reise unternimmt, Od. 8, 163; ἐπείγετε ὦνον ὁδαίων, 15, 445; Hesych. erkl. πράσιμον καὶ εἰς ἐκδημίαν ἐφόδιον; u. so hat man es in der zweiten Stelle der Od. auch von den auf einer Seefahrt mitzunehmenden Lebensmitteln verstanden.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de voyage ; τὰ ὁδαῖα, marchandises que l'on transporte, cargaison.
Étymologie: ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ὁδαῖος: путевой, дорожный Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδαῖος: α, ον. (ὁδὸς) = ἐνόδιος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Φώτιος. ΙΙ. ὁδαῖα, τά, πράγματα δι’ ἃ ὁ ἔμπορος ὁδεύει, ἐμπορεύματα (λαμβανόμενα κατ’ ἀνταλλαγὴν ἀντὶ τοῦ φόρτου), Ὀδ. Θ. 163, Ο. 445· ἂν καὶ σχόλιόν τι ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = ἐφόδια, Λατ. viaticum· πρβλ. ὁδάω.
English (Autenrieth)
(ὁδός): belonging to a journey, pl. ὁδαῖα, freight, cargo, Od. 8.163 and Od. 15.445.
Greek Monolingual
ὁδαῖος, -α, -ον (ΑΜ οδός
μσν.
κατά τον Φώτ.) (για τον Ερμή) ενόδιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁδαῖα
το φορτίο που μεταφέρει ο έμπορος, εμπορεύματα ή, κατ' άλλους, εφόδια.
Greek Monotonic
ὁδαῖος: -α, -ον (ὁδός), = ἐνόδιος· ὁδαῖα, τά, αγαθά μαζί με τα οποία ταξιδεύει ένας έμπορος, το φορτίο του, πραμάτεια, εμπορεύματα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὁδαῖος, η, ον ὁδός
= ἐνόδιος:—ὁδαῖα, ων, τὰ goods with which a merchant travels, his freight, Od.